καταφυσάω

Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A spray, besprinkle, σμῆνος οἴνῳ Arist.HA627b15; [ἰσχίον] οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hippiatr.30. 2 discharge, κ. τὸν θορόν (sc. τῇ θηλείᾳ) Arist.HA544a4 (v.l. θολόν).

Greek (Liddell-Scott)

καταφῡσάω: διὰ τοῦ φυσήματος ἐκχέω, ἐξακοντίζω, φυσῶν ῥαντίζω, κ. τὸ σμῆνος οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· ἀλλά, κ. τὸν θολόν, ἐκτινάσσω, ἐκχέω τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, αὐτόθι 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, ἐμπτύω, κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.

Russian (Dvoretsky)

καταφῡσάω: обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ σμῆνος οἴνῳ Arst.).