ἀνηλειψία
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἡ, being unanointed, uncleanliness, Hp.Vict.2.57, Plb. 3.87.2.
Spanish (DGE)
v. ἀναλειψία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηλειψία: ἡ ненатертость (тела) маслами, т. е. немытость, грязь Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηλειψία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ μὴ ἀληλιμμένου, ἀκαθαρσία, Πολύβ. 3. 87, 2.