τριλαμπής

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek (Liddell-Scott)

τριλαμπής: -ές, ὁ πέμπων τριπλῆν λάμψιν, ὑπέρλαμπρος, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 609, ΙΙΙ, 1442, Καισάρ. 860.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
(συν. για την Αγία Τριάδα) αυτός που εκπέμπει τριπλή λάμψη, υπέρλαμπρος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τριλαμπές
η εκπομπή άπλετου φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πολυ-λαμπής].