ὑποφωλεύω

Revision as of 22:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

habiter dans des cavernes ; se cacher sous, τινι.
Étymologie: ὑπό, φωλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφωλεύω: забиваться словно в пещеру, прятаться (τοίχοις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.

Greek Monolingual

Α
κρύβομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φωλεύω «μένω στη φωλιά μου, κρύβομαι κάπου»].

Greek Monotonic

ὑποφωλεύω: φωλιάζω κάτω από, τινί, σε Ανθ.

Middle Liddell

to lie hidden under, τινί Anth.