прятаться
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Russian > Greek
ἀνάδημα, δύω, δραπετεύω, ἐγκρυφιάζω, ὑποφωλεύω, ἐγκαλύπτω, κατακρύπτω, ὑποκλοπέομαι, καταδύω, ἐπικρύπτω