νυκτίνομος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche sa pâture la nuit.
Étymologie: νύξ, νέμω.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίνομος: v. l. νυκτινόμος 2 (ῐ) питающийся ночью, кормящийся ночной охотой (ἀετοὶ καὶ ἱέρακες, ζῷα Plut.; ὄρνιθες Sext.).