αἰθροβολέω
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
Astrol., = ἀκτινοβολέω (q.v.), c. acc., ib.224.
Spanish (DGE)
emitir rayos ἢν δὲ Σεληναίην ... αἰθροβολήσῃ ἀκτῖσι χρυσέῃσι ... Ἀφροδίτη Man.4.224.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθροβολέω: ῥίπτω λάμψιν ἐπί τι, φωτίζω τι, μετ’ αἰτ. Μανέθ. 4. 224.