ὑποχλιαίνω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
warm a little or by degrees, Hp.Epid.2.2.7 (Pass.), Plu.2.658d.
French (Bailly abrégé)
échauffer peu à peu ou légèrement.
Étymologie: ὑπό, χλιαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχλιαίνω: подогревать (τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχλιαίνω: χλιαίνω, θερμαίνω ὀλίγον ἢ κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1012D, Πλούτ. 2. 658D.