νυκτοβαδία

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοβαδία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. παρὰ Ἱππ. ἀντὶ νυκτοβατία.

Greek Monolingual

νυκτοβαδία, ἡ (Α)
(εσφ. γρφ.) νυκτοβασία.