νυκτοβαδία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοβαδία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. παρὰ Ἱππ. ἀντὶ νυκτοβατία.
Greek Monolingual
νυκτοβαδία, ἡ (Α)
(εσφ. γρφ.) νυκτοβασία.
German (Pape)
ἡ, oder -βατία, nächtliche Wanderung, Nachtreise, Hippocr., vgl. Lobeck zu Phryn. 521.