μακρηγορέω
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
English (LSJ)
speak at great length, be long-winded, A.Th.1057, Hp.Nat.Puer.12, E.Hipp.704, Th.1.68, 2.36, Herod.2.60:—Pass., Porph.Chr.23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler longuement.
Étymologie: μακρήγορος.
Russian (Dvoretsky)
μακρηγορέω: говорить пространно, произносить длинные речи Aesch., Eur., Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μακρηγορέω: ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· ὅπως ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ τρύχω Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
Greek Monotonic
μακρηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
μακρηγορέω, fut. -ήσω
to speak at great length, Aesch., Eur., etc.