συνυποπίπτω

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπίπτω Medium diacritics: συνυποπίπτω Low diacritics: συνυποπίπτω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synypopíptō Transliteration B: synypopiptō Transliteration C: synypopipto Beta Code: sunupopi/ptw

English (LSJ)

to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπίπτω: лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.

Greek Monolingual

Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.