ἀνακούφισμα
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ατος, τό, a relief, Hp.Vict.2.64.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
elevación de brazos τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει Hp.Vict.2.64.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακούφισμα: -ατος, τό, ἐλάφρυνσις, Ἱππ. 364. 4.
Greek Monolingual
το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.