ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
πολιοκόρσης: -ου, ὁ, = πολιοκρόταφος, Νικήτ. Χρον. 160Α.
ὁ, Μαυτός που έχει γκρίζες τρίχες στους κροτάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κόρση «κρόταφος»].