πολιοκόρσης

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολιοκόρσης: -ου, ὁ, = πολιοκρόταφος, Νικήτ. Χρον. 160Α.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που έχει γκρίζες τρίχες στους κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κόρση «κρόταφος»].

German (Pape)

ὁ, = πολιοκρόταφος, Nicet.