λυκαινόμορφος

Revision as of 03:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, she-wolf-shaped, Lyc.481.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαινόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λυκαίνης, Λυκόφρ. 481.

Greek Monolingual

λυκαινόμορφος -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. θεόμορφος, τερατόμορφος].