λυκαινόμορφος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκαινόμορφος Medium diacritics: λυκαινόμορφος Low diacritics: λυκαινόμορφος Capitals: ΛΥΚΑΙΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: lykainómorphos Transliteration B: lykainomorphos Transliteration C: lykainomorfos Beta Code: lukaino/morfos

English (LSJ)

λυκαινόμορφον, she-wolf-shaped, Lyc.481.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαινόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λυκαίνης, Λυκόφρ. 481.

Greek Monolingual

λυκαινόμορφος -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. θεόμορφος, τερατόμορφος].

German (Pape)

wie eine Wölfin gestaltet, in Wolfsgestalt, Lycophr. 481.