λογοδιδάσκαλος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ὁ, teacher of eloquence, Poll.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.
Greek Monolingual
λογοδιδάσκαλος, ὁ (ΑM)
διδάσκαλος της ευγλωττίας.