οἰητός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

German (Pape)

[Seite 298] was nur in der Meinung vorhanden ist, möglich, Ggstz des Wirklichen.

Greek (Liddell-Scott)

οἰητός: -ή, -όν, ὑπάρχων μόνον ἐν τῷ νῷ, δυνατός, κατ’ ἀντίθεσιν, πρὸς τὸ πραγματικόν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

οἰητός, -όν (Μ)
αυτός που μπορεί κανείς να διανοηθεί, να φανταστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι].