οἰητός

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

German (Pape)

[Seite 298] was nur in der Meinung vorhanden ist, möglich, Gegensatz des Wirklichen.

Greek (Liddell-Scott)

οἰητός: -ή, -όν, ὑπάρχων μόνον ἐν τῷ νῷ, δυνατός, κατ’ ἀντίθεσιν, πρὸς τὸ πραγματικόν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

οἰητός, -όν (Μ)
αυτός που μπορεί κανείς να διανοηθεί, να φανταστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι].