διάστατος

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l'espace.
Étymologie: διΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

διάστᾰτος:
1) протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2) охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

Greek Monolingual

διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.

German (Pape)

voneinander stehend, getrennt, Plut.; dah. veruneinigt, verwirrt; τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Menand. bei Harp.