δίμοιρον
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Russian (Dvoretsky)
δίμοιρον: τό
1) половина (κακοῦ Aesch.);
2) полудрахма (= 3 обола) Plat.;
3) (в Риме), половина римского фунта (λίτραι ἑπτακαίδεκα καὶ δ. Plut.).