εὐχαρίστως
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Russian (Dvoretsky)
εὐχᾰρίστως:
1) по желанию сердца, счастливо (τελευτᾶν τὸν βίον Her.);
2) благодарно, с признательностью (διακεῖσθαι πρός τινα Diod.).