τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
adv.avec empressement ou obligeance.Étymologie: θεραπευτικός.
θερᾰπευτικῶς:1) преданно, почтительно (γράφειν Plut.);2) заботливо, тщательно (χρῆσθαι τῇ παρρησίᾳ Plut.).