περιεσκεμμένος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Russian (Dvoretsky)
περιεσκεμμένος: [part. pf. к περισκέπτομαι
1) внимательно исследующий Sext.;
2) осмотрительный, благоразумный Luc.