παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
adv.obliquement, de côté ; fig. d'une manière équivoque.Étymologie: πλάγιος.
πλᾰγίως:1) косо, наискось Arst., Luc.;2) хитростью, исподтишка (ταῖς διαβολαῖς χρῆσθαι Plut.).