διαπαρθενεύω

Revision as of 19:39, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

deflower a maiden, Hdt. 4.168 (Pass.), Diocl.Com. 16, Antiph. 75, Alex. 314.

Spanish (DGE)

1 desflorar, desvirgar αὐτήν LXX Ez.23.8, τὴν κόρην Aesop.305, με Alciphr.4.17.4, abs. Alex.315, Antiph.76, en v. pas., Hdt.4.168, Diocl.Com.16, Plu.Rom.4, 2.242c, Procop.Arc.5.21
en v. med. mismo sent. Vit.Aesop.G 131.
2 mantener virgen Phot.δ 397.

German (Pape)

[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.

French (Bailly abrégé)

violer une jeune fille.
Étymologie: διά, παρθενεύω.
Syn. διακορέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρθενεύω: ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, διαφθείρω κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

διαπαρθενεύω)
διακορεύω, ξεπαρθενεύω.

Greek Monotonic

διαπαρθενεύω: μέλ. -σω, διακορεύω παρθένα γυναίκα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. σω
to deflower a maiden, Hdt.