desflorar
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Spanish > Greek
ἀποπαρθενόω, διακορεύω, διακορέω, διαπαρθενεύω, ἐκκορίζω, καταγιγαρτίζω, ἀνακοιτάζομαι, γίσαι