γναπτός
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek (Liddell-Scott)
γναπτός: -ή, -όν, ἀδόκιμον, ἀντὶ τοῦ γναμπτός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν
βλ. γναφτός.
German (Pape)
aufgekratzt, gewalkt, s. κναπτός.