καταπαλτικός

From LSJ
Revision as of 14:36, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαλτικός Medium diacritics: καταπαλτικός Low diacritics: καταπαλτικός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapaltikós Transliteration B: katapaltikos Transliteration C: katapaltikos Beta Code: katapaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν (in literary texts καταπελτικός), of or belonging to catapults, βέλη IG2². 1487.102; ὄργανα καὶ βέλη Plb. 11.11.3, cf. Str. 17.3.15, Bito 62.4; τὰ κ., = καταπάλται, Plb. 9.41.5; τὸ κ. artillery, DS. 14.42.

Greek Monolingual

καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.