λωμάτιον

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.

Russian (Dvoretsky)

λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).

German (Pape)

τό, dim. zu λῶμα, Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die Kleider selbst zu sein scheinen.