μάνδαλος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ,
A = βάλανος 11.4, Zeno Med. ap. Erot.s.v. ἄμβην, Artem. 2.10:—hence μανδᾰλ-όω, Hsch. s.v. τυλαρώσας; μανδᾰλ-ωτός, ή, όν, with the bolt shot, -τόν· εἶδος φιλήματος, perh. kiss with the tongue protruded, Phot., cf. Telecl.13: hence, lascivious, μέλος . . κατεγλωττισμένον καὶ μ. Ar. Th.132.