εἰδοποιΐα

From LSJ
Revision as of 18:50, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, Darstellung, Abbildung; Strab. 1, 1, 18; Longin. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 art du dessin;
2 nature spécifique d'une chose.
Étymologie: εἰδοποιός.

Greek Monotonic

εἰδοποιΐα: ἡ, η ιδιαίτερη φύση ενός πράγματος, σε Στράβ.