φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
ας (ἡ) :1 la Messénie;2 territoire de Messine.Étymologie: v. Μεσήνη.
Μεσσηνία: ἡ Plut., Diod. = Μεσσήνη 2.
(see also: Μεσσήνιος) Messenia