ἀμευσιεπής

From LSJ
Revision as of 20:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσιεπής Medium diacritics: ἀμευσιεπής Low diacritics: αμευσιεπής Capitals: ΑΜΕΥΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: ameusiepḗs Transliteration B: ameusiepēs Transliteration C: amefsiepis Beta Code: a)meusieph/s

English (LSJ)

ές, surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que responde con palabras φροντίς Pi.Fr.24.

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσιεπής: побеждающий словами, т. е. легко находящий слова (φροντίς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.

English (Slater)

ᾰμευσιεπής surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.

Greek Monolingual

ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.

German (Pape)

φροντίς, Pind. frg. Eusth., der Wort übertreffende Gedanke (von den Vetera Lexica schon verschieden erkl.).