νυκτερευτής

From LSJ
Revision as of 10:02, 4 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτής Medium diacritics: νυκτερευτής Low diacritics: νυκτερευτής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: nyktereutḗs Transliteration B: nyktereutēs Transliteration C: nyktereftis Beta Code: nuktereuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who hunts by night or one who fishes by night, Pl.Lg.824.

German (Pape)

ὁ, der bei Nacht Etwas tut, bes. ein Jäger bei Nacht, Plat. Legg. VII.824b.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.

Greek Monolingual

νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», Πλάτ.).