γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
adv.à Olympie avec mouv.Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.
Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.
Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.
to Olympia, Thuc.