δικομανής
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικαρράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φίλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus