πολύδικος
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
πολύδικον, litigious, Str.15.1.53, Vett.Val.15.17.
German (Pape)
[Seite 662] von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig, Strab. XV.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est toujours en procès, processif.
Étymologie: πολύς, δίκη.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδῐκος: -ον, ὁ φιλῶν τὰς δίκας, Στράβ. 709.
Greek Monolingual
-ον, Α
φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῦ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισόδικος, φιλόδικος].
Greek Monotonic
πολύδῐκος: -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, φιλόδικος, σε Στράβ.
Middle Liddell
πολύ-δῐκος, ον,
having many lawsuits, litigious, Strab.
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικορράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φιλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus