προβοσκίδα
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
Greek Monolingual
η / προβοσκίς, -ίδος, ΝΜΑ
(σε διάφορα ζώα ή έντομα) εμφανής σαρκώδης προεκβολή από το πρόσθιο μέρος της κεφαλής κατάλληλη για την εύρεση ή και τη λήψη τροφής, όπως είναι λ.χ. η σωληνοειδής προέκταση της μύτης του ελέφαντα, το ρύγχος του ταπίρου και το μυζητικό όργανο του κουνουπιού
αρχ.
στον πληθ. αἱ προβοσκίδες
οι δύο μακροί πλόκαμοι της σουπιάς και της τενθίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βοσκίς, -ίδος (< βόσκω), πρβλ. επι-βοσκίς].