προεκβολή

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προεκβάλλω, προέκταση, προεξοχή
2. συνεκδ. το τμήμα που προεξέχει
3. φρ. «προεκβολή του δεξιού [ή του αριστερού] ποδιού»
(αθλ.) μετάθεση του δεξιού [ή του αριστερού] ποδιού κατευθείαν εμπρός σε ορισμένη απόσταση χωρίς κάμψη του γόνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεκβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Γ. Α. Παπαβασιλείου].