ἀδιάτμητος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ον, not cut in pieces, Aen. Tact.32.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 impenetrable, que no puede atravesarse (ἱστία) χρή τισιν ἀδιατμήτοις περιβληθέντα κατατετάσθαι es preciso que sean extendidas (velas de barco) impregnadas con algunas substancias imposibles de atravesar (por los proyectiles), Aen.Tact.32.1.
2 indivisible de la naturaleza divina μονάς Gr.Nyss.Tres dei 41.3.
3 no quebrado, no roto κελεύσας τοῖς δημίοις ἀδιατμήτους αὐτοῦ τὰς ἀγκύλας καταλειφθῆναι A.Andr.Gr.51.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάτμητος: -ον, ὁ μὴ διατετμημένος εἰς τεμάχια, ἀδιαίρετος, Ἐκκλ.
German (Pape)
ungeteilt, Sp.