ἐξαρθρόω
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
dislocate, LXX 4 Ma. 10.5. ἐξηρθρωμένος, = ἔξαρθρος (dislocated) II, ἐπωμίδες Arist. Phgn. 810b35.
Spanish (DGE)
A ref. miembros corporales
I tr. dislocar medic. ὀστοῦν Poll.4.179, en v. pas. τὸ ἐξηρθρωμένον μέλος ... ἐνήρμοσε Gr.Nyss.Eun.2.188
•como tortura descoyuntar, desencajar οἱ δὲ ... τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν LXX 4Ma.10.5, ἐξαρθροῦσιν οἱ δήμιοι τὰ τῶν καταδίκων μέλη Hsch.α 7189, cf. Et.Gud.s.u. ἀρθρέμβολα, en v. pas. ἐξηρθρώθη τὰ ὀστᾶ μου de Cristo, Gr.Nyss.Ps.6 191.13.
II intr. en v. med.
1 anat. de las articulaciones ser prominente, en perf. estar muy saliente αἱ ἐπωμίδες ἐξηρθρωμέναι καὶ οἱ ὦμοι Arist.Phgn.810b35.
2 medic. dislocarse, luxarse ἐξαρθρουμένων μορίων Gal.14.791, ἢ οὖν κλᾶται ἢ ἐξαρθροῦται ... τὸ ἄρθρον Steph.in Hp.Fract.25.10
•fig. descomponerse, desarticularse, desquiciarse ὁ λογισμὸς ἐξαρθροῦται πολλάκις καὶ ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.Pss.73.20, ὁ παράλυτος ... ἦν ψυχικῶς ἐξηρθρωμένος el paralítico estaba moralmente desarticulado (por ser pecador), Amph.Mesopent.184.
B ref. a la voz articular palabras τὸ τῆς φωνῆς πνεῦμα ... εὔπλαστον καὶ μιμηλὸν ἐξαρθροῦν ... παρέχοντες de ciertas aves canoras, Plu.2.972f.
German (Pape)
[Seite 872] ausrenken, Galen. – Bei Arist. physiogn. 6 ist ἐξηρθρωμένος gegliedert, = ἁρθρώδης, dem ἄναρθρος entgeggstzt, od. = Vor. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρθρόω: ἐκβάλλω ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.