άληστος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ἄληστος, -ον)
1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος
«ο αλήστου μνήμης...», ο αλησμόνητος
2. αυτός που δεν λησμονά, δεν ξεχνάει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λήθω -ομαι παράλληλος τ. του ρημ. λανθάνω -ομαι. Βλ. και ἄλαστος.