πέφνω

From LSJ
Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

Greek Monolingual

Α
φονεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ενεστ. σχηματισμένος με διπλασιασμό από το θ. -φν- του αορ. ἔπε-φν-ον του θείνω].

German (Pape)