διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ου (τό) :sanctuaire de Déméter.Étymologie: Δημήτηρ.
Δημήτριον: τό Деметрий, святилище Деметры Her., Plat., Plut.