θηλύφωνος
English (LSJ)
ον, with woman's voice, Ael.NA6.19; εὐγενὴς φιλοσοφία φεύγουσα τὸ θ. Eust. 10.22.
German (Pape)
[Seite 1208] mit weiblicher Stimme; θηλύφωνα φθέγγεται, von Vögeln, Ael. H. A. 6, 19.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
θηλύφωνος: -ον, ἔχων γυναικείαν φωνήν, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19.
Greek Monolingual
θηλύφωνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει γυναικεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος].