θηλύφωνος

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύφωνος Medium diacritics: θηλύφωνος Low diacritics: θηλύφωνος Capitals: ΘΗΛΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: thēlýphōnos Transliteration B: thēlyphōnos Transliteration C: thilyfonos Beta Code: qhlu/fwnos

English (LSJ)

θηλύφωνον, with woman's voice, Ael.NA6.19; εὐγενὴς φιλοσοφία φεύγουσα τὸ θ. Eust. 10.22.

German (Pape)

[Seite 1208] mit weiblicher Stimme; θηλύφωνα φθέγγεται, von Vögeln, Ael. H. A. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix de femme.
Étymologie: θῆλυς, φωνή.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύφωνος: -ον, ἔχων γυναικείαν φωνήν, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19.

Greek Monolingual

θηλύφωνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει γυναικεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος].