παναισχής

From LSJ
Revision as of 18:15, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

German (Pape)

[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναισχής: Arst. = πάναισχρος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.

Greek Monotonic

πᾰναισχής: -ές (αἶσχος), εντελώς άσχημος, ασχημότατος, σε Αριστ.

Middle Liddell

πᾰν-αισχής, ές αἶσχος
utterly ugly, ugliest, Arist.