ἀπόγνοια

Revision as of 18:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, (ἀπογιγνώσκω) despair, τοῦ κρατεῖν Th.3.85.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desconfianza, desesperación ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Th.3.85.

German (Pape)

[Seite 298] ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désespoir.
Étymologie: ἀπογιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόγνοια:отсутствие надежды, безнадежность, отчаяние (τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγνοια: ἡ, (ἀπογιγνώσκω) ἀπόγνωσις, ἀπελπισμός, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Θουκ. 3. 85.

Greek Monolingual

ἀπόγνοια, η (Α)
απόγνωση.

Greek Monotonic

ἀπόγνοιᾰ: ἡ, απόγνωση, απελπισία για κάτι, με γεν., σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀπογιγνώσκω
despair of a thing, c. gen., Thuc.

English (Woodhouse)

despair of